- μοσκέα
- η (Μ μοσκέα)μουσουλμανικό τέμενος, τζαμί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moschea, μεταπλασμένος τ. τού mosqueta, meschita < αρχ. ισπαν. mezquita < αραβ. masjid «ναός» < αραβ. sajada «γονατίζω, προσκυνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.